μαρτυρολόγιο(ν) — το (AM μαρτυρολόγιον) οι διασωθείσες περιγραφές τού θανάτου χριστιανών μαρτύρων καθώς και το βιβλίο που περιέχει τέτοιες περιγραφές, αλλ. μαρτύριο(ν) νεοελλ. 1. σειρά από ταλαιπωρίες 2. κατάλογος τών ατόμων που μαρτύρησαν για τις ιδέες τους.… … Dictionary of Greek
Αγαθονίκη — Όνομα μαρτύρων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Eορτάζεται στις 13 Οκτωβρίου μαζί με τους μάρτυρες Κάρπο, Παπύλο και Αγαθόδωρο. Ήταν αδελφή του Παπύλου. Θανατώθηκε με αποκεφαλισμό από τον ανθύπατο Μ. Ασίας, Βαλεριανό στα χρόνια του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek
Cretan resistance — Warning placard erected after the destruction of Kandanos, 1941 … Wikipedia
Движение Сопротивления на Крите — … Википедия
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
μαρτύριο — το (AM μαρτύριον) 1. αποδεικτικό στοιχείο, τεκμήριο (α. «τα δακτυλικά αποτυπώματα είναι το ισχυρότερο μαρτύριο τής ενοχής του» β. «μαρτύριον δέ Δήλου γὰρ καθαιρομένης...», Θουκ.) 2. κακοποίηση ή βασανιστήριο μέχρι θανάτου («οι χριστιανοί… … Dictionary of Greek
μηνολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Βυζαντινής Εκκλησίας παράλληλο με το Μαρτυρολόγιο της Δυτικής. Περιέχει σύντομους βίους αγίων, σύμφωνα με την εορτολογική τους σειρά (1η Σεπτεμβρίου 31η Αυγούστου) και χρησιμοποιείται κυρίως στα μοναστήρια. To M. ονομάζεται … Dictionary of Greek
Αναστασία — I Όνομα αγίων γυναικών τηςΑνατ. Ορθόδοξης και της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. 1. Α. (και βασίλισσα). Ρωμαία ευγενής, η οποία μαζί με τη βασίλισσα επί Νέρωνα βοήθησε τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο στο έργο τους στη Ρώμη. Μετά τον θάνατο των… … Dictionary of Greek
Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… … Dictionary of Greek